περισαρκίζω

περισαρκίζω
Α
(σχετικά με πληγή)
1. κόβω γύρω γύρω τις σάρκες
2. (το ρημ. επίθ.) περισαρκιστέον
πρέπει κάποιος να περικόψει τη σάρκα ολόγυρα από την πληγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + σαρκίζω «αφαιρώ, ξύνω τη σάρκα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περισαρκίσαι — περισαρκίζω make an incision all round aor inf act περισαρκίσαῑ , περισαρκίζω make an incision all round aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισαρκίζειν — περισαρκίζω make an incision all round pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισαρκίζοντας — περισαρκίζω make an incision all round pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισάρκισον — περισαρκίζω make an incision all round aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισαρκισμός — ὁ, Α [περισαρκίζω] το κόψιμο, η αφαίρεση τών σαρκών γύρω γύρω από την πληγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”